θωρηκοφόρος

θωρηκοφόρος
θωρηκοφόρος, ον, [dialect] Ion. for θωρακοφόρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θωρηκοφόρος — θωρηκοφόρος, ον (Α) ιων. τ. τού θωρακοφόρος* …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”